θύραις

θύραις
θύρα
door
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • Minuscule 2427 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 2427 Text …   Wikipedia

  • двьрь — ДВЬР|Ь (391), И с., чаще мн. Дверь, створка, ворота, закрывающие вход в помещение: Стѹпивъ въ двьри цр҃квьны˫а. помысли сама врата нб҃сна˫а прошьдъ. Изб 1076, 55; и прѣдъ двьрьми твоими стоѭ рѹкɤ || простьръ. Там же, 94 об.–95; Врата небесьнаѩ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • AURATA Domus — χρυσοφόρος οἶκος Graece, apud Lucianum in Philopatride, ubi Critias accessum suum ad Christianorum (sub Traiano) coetum quendam enarans, Multis, inquit, superatis scalis in domum auratam ascendimus, qualem Homerus Menelai fingit esse. cenaculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OLEA — I. OLEA Minervae inventrici, apud Poetas, sacra: iuxta illud Virg. l. 1. Georg. v. 18. Oleaeque Minerva Inventrix: Olympionicarum frontes cinxit, secundum quosdam, vide supra Cotinus: pacisque, nec non duritiei emollitae, agriculturae,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PARANYMPHUS — cuius mentio in c. Sponsus 23. distinct. ab antiquis Auspex dicebatur; praeerat enim nuptiis celebrandis, in quibus auspicium capere Romani consuevêre, et ideo a Graeeis Paranymphus appellabatur:O ac sicut auspex pro viro; ita pro parte Sponsae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… …   Dictionary of Greek

  • προσνέω — (I) Α κολυμπώ προς μια κατεύθυνση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + νέω (Ι) «κολυμπώ»]. (II) Α συσσωρεύω επί πλέον, προσθέτω κάτι ακόμη στον σωρό που ήδη υπάρχει, επισωρεύω («προσνέειν ξύλα ταῑς θύραις», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + νέω (III) «μαζεύω,… …   Dictionary of Greek

  • υδρία — Πήλινο αγγείο με πλατύγυρο λαιμό και βάση και με τρεις λαβές. Πρωτοεμφανίζεται στους προϊστορικούς χρόνους, εξελίσσεται στους γεωμετρικούς (κυρίως στην Αττική και Βοιωτία) και τελειοποιείται τον 6o αιώνα π.Χ., την εποχή των Πεισιστρατιδών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”